Σήμερα νιώθω την ανάγκη, να γράψω για σένα,τον πιστό μου σύντροφο, των 7 τελευταίων χρόνων, στην ζωή μου.
Για το πλάσμα που με αγάπησε, χωρίς να ζητήσει ποτέ τίποτα παραπάνω, από αγάπη.
Σε κοιτάζω εκεί στην γωνίτσα σου στο σαλόνι κουλουριασμένο, να με κοιτάς με τα πανέμορφα καστανά σου μάτια,γεμάτα λύπη, και θέλω ο χρόνος να σταματήσει εδώ.
Ξέρουμε κι οι δύο, ότι οι μέρες που θα είμαστε μαζί, συντροφιά, λιγοστεύουν.
Έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση....
Μία ακόμη απώλεια στην ζωή μου, εξίσου οδυνηρή όπως κι οι προηγούμενες.
Η μόνη διαφορά, ότι ξέρω και ανήμπορη περιμένω.
Όπως και ξέρω ότι ο πόνος θα μου σκίσει άλλη μια φορά τα σωθικά, όσο και να προετοιμάζω τον εαυτό μου γι αυτό.
Γιατί αν γυρίσω πίσω, και κοιτάξω, το μόνο που θα δω από την συμβίωσή μας,είναι αγάπη, ατελείωτη αγάπη χωρίς τα περίεργα αλισβερίσια, και τις μικρότητες, της δικής μου φυλής.
Μια αγάπη που έφτασε και στα όρια της αυτοθυσίας, από την δική σου πλευρά.Κάτι που με σημάδεψε και θα το θυμάμαι πάντα.
Ήταν ένα απόγευμα του Αυγούστου,που γνωριστήκαμε.
Είχα έρθει στον χώρο που σε φιλοξενούσε, μαζί με μία φίλη, η οποία ήθελε να υιοθετήσει ένα σκυλί, κι εγώ ούτε που το σκεφτόμουν να μπω σε τέτοια διαδικασία, μια και στο σπίτι με περίμεναν ήδη δύο λατρεμένες.Η Μελίνα, κι η Νεφέλη μου.
Θυμάμαι πώς πλησιάζοντας το συρματόπλεγμα, σε είδα να με κοιτάς, χωρίς να εκλιπαρείς με γαβγίσματα κι άλλες χαριτωμενιές, όπως τα άλλα σκυλιά, για να σε πάρω.
Στεκόσουν απλά και με κοίταζες, αγέρωχος, με όλη την κορμοστασιά και την φινέτσα της ράτσας σου παρ`όλο που το κορμί σου μαρτυρούσε, ότι κάποιο δίποδο ζώο της δικής μου φυλής, σου είχε μάθει σκληρά και βάναυσα, τι εστι άνθρωπος......!!!!!
"Τον λένε Πλούτο, κι είναι πολύ βασανισμένο σκυλί. Τον είχε κάποιος καλλιτέχνης, και τον σάπιζε στο ξύλο κάθε μέρα για να τον κάνει άγριο, κι όταν δεν του βγήκε, τον εγκατέλειψε στον δρόμο, και τον μαζέψαμε εμείς."
Η φωνή του Βασίλη που εργαζόταν στο άσυλο, μ`έβγαλε από τον λήθαργό μου, καθώς η ματιά σου, με είχε υπνωτίσει.
Δεν απάντησα, απλά σε κοίταζα κι ένιωθα την καρδιά μου να ξεχειλίζει από αγάπη.
"Πάρτον και θα μ`ευγνωμονείς. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο καλός και υπάκουος είναι"
"Βγάλτον από το κλουβί.Θα τον πάρω."
Η φωνή μου τρόμαξε και μένα την ίδια.
"Τι κάνω η τρελή; Τρία σκυλιά πως θα τα κουμαντάρω;"η μικρή φωνούλα της λογικής, σαν σπίθα ξεπετάχτηκε στο μυαλό μου, κι ύστερα έγινε ψίθυρος σαν αναπνοή μέχρι που έσβησε.
Το είχα αποφασίσει. Θα ζούσες μαζί μου, και θα προσπαθούσα να σου δώσω όλα τα περισσεύματα αγάπης και στοργής, που σου είχαν λείψει.
Κι ίσως ποιος ξέρει μπορεί να πίστευες και στον άνθρωπο μια μέρα.
Σε πήρα και σ`έβαλα με την βοήθεια του Βασίλη, στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για το σπίτι.
Και φτάσαμε επιτέλους στο σπίτι, αφού στο δρόμο είχα ακούσει τον εξάψαλμο από τούς δικούς μου στο κινητό, που φορτώθηκα και τρίτο σκυλί, και πώς θα τα έβγαζα πέρα.
Τούς είχε πάρει ο πόνος, για τα δικά μου κουράγια.
Ανεβήκαμε στην μεγάλη βεράντα, κι εκεί καιροφυλακτούσε η Νεφέλη.
Ο αρχηγός του σπιτιού και όλης της γειτονιάς.
Κούκλα.Κάτασπρη με το ένα μάτι θαλασσί, σαμογιέν λύκος με χάσκυ.
Ήρθε κοντά σου με γρυλίσματα για να σου δείξει: "ότι άκου να δεις μάγκα, εγώ κάνω κουμάντο εδώ".
Πήρα ένα ταψάκι για να σου βάλω να φας, κι εκείνη σαν αστραπή, το πήρε στο στόμα της και το εκτόξευσε έξω από τον περίβολο του σπιτιού, για να σου δείξει και στην πράξη ποιος κάνει κουμάντο.
Ευτυχώς γίνατε γρήγορα φίλοι. Η πρώτη εβδομάδα της προσαρμογής ήταν λίγο δύσκολη.
Θυμάμαι όταν έπιανα την σφουγγαρίστρα, να σφουγγαρίσω την βεράντα, εσύ εξαφανιζόσουν γιατί πίστευες, ότι θα σε χτυπήσω.
Αυτό είχες εισπράξει μέχρι τότε από τους ανθρώπους.
Όταν έρχονταν τα παιδιά μου στο σπίτι πάλι εξαφανιζόσουν, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους να σε πλησιάσουν για να σε χαϊδέψουν.
Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος για να τα αφήσεις να σε πλησιάσουν.
Και τέσσερα χρόνια για να σε πλησιάσουν άλλοι άνθρωποι, και να σε χαϊδέψουν.
Είμαστε πανευτυχείς για λίγες ημέρες, ώσπου μια μέρα είδα κάτι που με τρόμαξε, και σε πήγα στον γιατρό να σου πάρει αίμα.
Καλαζάρ η διάγνωση. Πάγωσα. Μετά από τα κλάματα και τα ατέλειωτα γιατί η απόφαση ήταν μία.Έπρεπε να σε κρατήσω στην ζωή, όσο κι αν μου κόστιζε χρηματικά, και συναισθηματικά.
Είχες το ίδιο δικαίωμα όπως και ο άνθρωπος στο κομμάτι αυτό. Όπως δεν κάνουμε ευθανασία σ` έναν άρρωστο άνθρωπο, το ίδιο ίσχυε και για σένα και για όλους σαν εσένα της φυλής σου.
Αρχίσαμε την θεραπεία με τις κατάλληλες ενέσεις, κι ενδιάμεσα μπόλικη αγάπη, και στοργή σαν συμπλήρωμα.
Από τότε έχουν περάσει 7 ολόκληρα χρόνια, μια και το παρουσίασες τις πρώτες μέρες που σε είχα σπίτι.
Όταν ακούν κάποιοι ότι σε συντηρώ στην ζωή τόσα χρόνια, απορούν πώς το καταφέραμε.
Κι εγώ τούς απαντώ:"Η συνταγή είναι μία. Αγάπη και πίστη στο θαύμα που λέγεται ζωή"
Είμαστε καλοί αγωνιστές κι οι δύο. Νομίζω ότι μας αξίζει ένα χειροκρότημα Πλούτο μου.
Σ`έπαιρνα και πηγαίναμε στην θάλασσα, και καθόσουν στην άκρη της ψάθας μου καμαρωτός, και δεν τόλμαγε κανείς να πλησιάσει. Άλλοτε γινόσουν το μαξιλάρι μου. Όπως μας βόλευε, ή περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
Πέρασαν τρία χρόνια, και χρειάστηκε ν`αλλάξουμε σπίτι. Δυστυχώς ο ιδιοκτήτης δεν σε δέχονταν στον χώρο του, επειδή τον τρόμαζε το μέγεθός σου.
Θυμάμαι στην απελπισία μου, πήρα τηλέφωνο στο άσυλο, από εκεί που σε είχα πάρει, κι αφού τούς εξήγησα το πρόβλημα δεσμεύτηκα να σε φροντίζω όπως και στο σπίτι, αρκεί να σε φιλοξενούσαν λίγο καιρό μέχρι να λύσω το πρόβλημα με τον ιδιοκτήτη.
Για το πλάσμα που με αγάπησε, χωρίς να ζητήσει ποτέ τίποτα παραπάνω, από αγάπη.
Σε κοιτάζω εκεί στην γωνίτσα σου στο σαλόνι κουλουριασμένο, να με κοιτάς με τα πανέμορφα καστανά σου μάτια,γεμάτα λύπη, και θέλω ο χρόνος να σταματήσει εδώ.
Ξέρουμε κι οι δύο, ότι οι μέρες που θα είμαστε μαζί, συντροφιά, λιγοστεύουν.
Έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση....
Μία ακόμη απώλεια στην ζωή μου, εξίσου οδυνηρή όπως κι οι προηγούμενες.
Η μόνη διαφορά, ότι ξέρω και ανήμπορη περιμένω.
Όπως και ξέρω ότι ο πόνος θα μου σκίσει άλλη μια φορά τα σωθικά, όσο και να προετοιμάζω τον εαυτό μου γι αυτό.
Γιατί αν γυρίσω πίσω, και κοιτάξω, το μόνο που θα δω από την συμβίωσή μας,είναι αγάπη, ατελείωτη αγάπη χωρίς τα περίεργα αλισβερίσια, και τις μικρότητες, της δικής μου φυλής.
Μια αγάπη που έφτασε και στα όρια της αυτοθυσίας, από την δική σου πλευρά.Κάτι που με σημάδεψε και θα το θυμάμαι πάντα.
Ήταν ένα απόγευμα του Αυγούστου,που γνωριστήκαμε.
Είχα έρθει στον χώρο που σε φιλοξενούσε, μαζί με μία φίλη, η οποία ήθελε να υιοθετήσει ένα σκυλί, κι εγώ ούτε που το σκεφτόμουν να μπω σε τέτοια διαδικασία, μια και στο σπίτι με περίμεναν ήδη δύο λατρεμένες.Η Μελίνα, κι η Νεφέλη μου.
Θυμάμαι πώς πλησιάζοντας το συρματόπλεγμα, σε είδα να με κοιτάς, χωρίς να εκλιπαρείς με γαβγίσματα κι άλλες χαριτωμενιές, όπως τα άλλα σκυλιά, για να σε πάρω.
Στεκόσουν απλά και με κοίταζες, αγέρωχος, με όλη την κορμοστασιά και την φινέτσα της ράτσας σου παρ`όλο που το κορμί σου μαρτυρούσε, ότι κάποιο δίποδο ζώο της δικής μου φυλής, σου είχε μάθει σκληρά και βάναυσα, τι εστι άνθρωπος......!!!!!
"Τον λένε Πλούτο, κι είναι πολύ βασανισμένο σκυλί. Τον είχε κάποιος καλλιτέχνης, και τον σάπιζε στο ξύλο κάθε μέρα για να τον κάνει άγριο, κι όταν δεν του βγήκε, τον εγκατέλειψε στον δρόμο, και τον μαζέψαμε εμείς."
Η φωνή του Βασίλη που εργαζόταν στο άσυλο, μ`έβγαλε από τον λήθαργό μου, καθώς η ματιά σου, με είχε υπνωτίσει.
Δεν απάντησα, απλά σε κοίταζα κι ένιωθα την καρδιά μου να ξεχειλίζει από αγάπη.
"Πάρτον και θα μ`ευγνωμονείς. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο καλός και υπάκουος είναι"
"Βγάλτον από το κλουβί.Θα τον πάρω."
Η φωνή μου τρόμαξε και μένα την ίδια.
"Τι κάνω η τρελή; Τρία σκυλιά πως θα τα κουμαντάρω;"η μικρή φωνούλα της λογικής, σαν σπίθα ξεπετάχτηκε στο μυαλό μου, κι ύστερα έγινε ψίθυρος σαν αναπνοή μέχρι που έσβησε.
Το είχα αποφασίσει. Θα ζούσες μαζί μου, και θα προσπαθούσα να σου δώσω όλα τα περισσεύματα αγάπης και στοργής, που σου είχαν λείψει.
Κι ίσως ποιος ξέρει μπορεί να πίστευες και στον άνθρωπο μια μέρα.
Σε πήρα και σ`έβαλα με την βοήθεια του Βασίλη, στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για το σπίτι.
Και φτάσαμε επιτέλους στο σπίτι, αφού στο δρόμο είχα ακούσει τον εξάψαλμο από τούς δικούς μου στο κινητό, που φορτώθηκα και τρίτο σκυλί, και πώς θα τα έβγαζα πέρα.
Τούς είχε πάρει ο πόνος, για τα δικά μου κουράγια.
Ανεβήκαμε στην μεγάλη βεράντα, κι εκεί καιροφυλακτούσε η Νεφέλη.
Ο αρχηγός του σπιτιού και όλης της γειτονιάς.
Κούκλα.Κάτασπρη με το ένα μάτι θαλασσί, σαμογιέν λύκος με χάσκυ.
Ήρθε κοντά σου με γρυλίσματα για να σου δείξει: "ότι άκου να δεις μάγκα, εγώ κάνω κουμάντο εδώ".
Πήρα ένα ταψάκι για να σου βάλω να φας, κι εκείνη σαν αστραπή, το πήρε στο στόμα της και το εκτόξευσε έξω από τον περίβολο του σπιτιού, για να σου δείξει και στην πράξη ποιος κάνει κουμάντο.
Ευτυχώς γίνατε γρήγορα φίλοι. Η πρώτη εβδομάδα της προσαρμογής ήταν λίγο δύσκολη.
Θυμάμαι όταν έπιανα την σφουγγαρίστρα, να σφουγγαρίσω την βεράντα, εσύ εξαφανιζόσουν γιατί πίστευες, ότι θα σε χτυπήσω.
Αυτό είχες εισπράξει μέχρι τότε από τους ανθρώπους.
Όταν έρχονταν τα παιδιά μου στο σπίτι πάλι εξαφανιζόσουν, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους να σε πλησιάσουν για να σε χαϊδέψουν.
Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος για να τα αφήσεις να σε πλησιάσουν.
Και τέσσερα χρόνια για να σε πλησιάσουν άλλοι άνθρωποι, και να σε χαϊδέψουν.
Είμαστε πανευτυχείς για λίγες ημέρες, ώσπου μια μέρα είδα κάτι που με τρόμαξε, και σε πήγα στον γιατρό να σου πάρει αίμα.
Καλαζάρ η διάγνωση. Πάγωσα. Μετά από τα κλάματα και τα ατέλειωτα γιατί η απόφαση ήταν μία.Έπρεπε να σε κρατήσω στην ζωή, όσο κι αν μου κόστιζε χρηματικά, και συναισθηματικά.
Είχες το ίδιο δικαίωμα όπως και ο άνθρωπος στο κομμάτι αυτό. Όπως δεν κάνουμε ευθανασία σ` έναν άρρωστο άνθρωπο, το ίδιο ίσχυε και για σένα και για όλους σαν εσένα της φυλής σου.
Αρχίσαμε την θεραπεία με τις κατάλληλες ενέσεις, κι ενδιάμεσα μπόλικη αγάπη, και στοργή σαν συμπλήρωμα.
Από τότε έχουν περάσει 7 ολόκληρα χρόνια, μια και το παρουσίασες τις πρώτες μέρες που σε είχα σπίτι.
Όταν ακούν κάποιοι ότι σε συντηρώ στην ζωή τόσα χρόνια, απορούν πώς το καταφέραμε.
Κι εγώ τούς απαντώ:"Η συνταγή είναι μία. Αγάπη και πίστη στο θαύμα που λέγεται ζωή"
Είμαστε καλοί αγωνιστές κι οι δύο. Νομίζω ότι μας αξίζει ένα χειροκρότημα Πλούτο μου.
Σ`έπαιρνα και πηγαίναμε στην θάλασσα, και καθόσουν στην άκρη της ψάθας μου καμαρωτός, και δεν τόλμαγε κανείς να πλησιάσει. Άλλοτε γινόσουν το μαξιλάρι μου. Όπως μας βόλευε, ή περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
Πέρασαν τρία χρόνια, και χρειάστηκε ν`αλλάξουμε σπίτι. Δυστυχώς ο ιδιοκτήτης δεν σε δέχονταν στον χώρο του, επειδή τον τρόμαζε το μέγεθός σου.
Θυμάμαι στην απελπισία μου, πήρα τηλέφωνο στο άσυλο, από εκεί που σε είχα πάρει, κι αφού τούς εξήγησα το πρόβλημα δεσμεύτηκα να σε φροντίζω όπως και στο σπίτι, αρκεί να σε φιλοξενούσαν λίγο καιρό μέχρι να λύσω το πρόβλημα με τον ιδιοκτήτη.
Θυμάμαι ήταν μεσημέρι που σε έβαλα στο αυτοκίνητο, κι εσύ δεν ήθελες να μπεις μέσα.
Όταν φτάσαμε στο άσυλο σαν να κατάλαβες τι ετοιμαζόμουν να κάνω, έπεσες επάνω μου, και μου έγλειφες το πρόσωπο και τα χέρια, προσπαθώντας απεγνωσμένα, να μ` εμποδίσεις.
Κι όμως η κακούργα δεν λύγισα. Σε άφησα εκεί βιαστικά, κι έφυγα σαν βολίδα, χωρίς να γυρίσω να κοιτάξω πίσω μου.
Γύρισα αργά το βράδυ σπίτι, ίσα-ίσα για να κοιμηθώ και να μην σκέφτομαι.
Την άλλη μέρα στην δουλειά κατά της 12 η ώρα, χτύπησε το τηλέφωνο, κι η φωνή του Βασίλη ακούστηκε σαν μαστίγιο, ξυπνώντας με από τον λήθαργο του εγωισμού μου.
"Σία αν αγαπάς τον Πλούτο, έλα να τον πάρεις, γιατί από χθες που τον άφησες, κάνει στέρηση τροφής και νερού, για να πεθάνει."
Δεν θυμάμαι πώς έφυγα από την δουλειά. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι οδηγούσα σαν τρελή παρακαλώντας να σε προλάβω ζωντανό, κι η απόσταση μου φάνηκε υπερβολικά μεγάλη.
Σταματώντας έξω από το άσυλο, σε είδα ξαφνικά να πετάγεσαι όρθιος από το έδαφος που είχες ξαπλώσει και παραδώσει τον εαυτό σου στο τέλος, και να προσπαθείς να φτάσεις κοντά μου.
Το επόμενο που θυμάμαι είναι τούς δύό μας να κυλιόμαστε κάτω στο χώμα, και να σε κάνω μπάνιο με τα δάκρυά μου.
Ένα γέλιο ικανοποίησης ακούστηκε κοντά μας. Ήταν ο Βασίλης που χαιρόταν με την χαρά μας και ταυτόχρονα ήθελε να με επιπλήξει για την περιπέτεια που σε έβαλα.
Τα λόγια του τα θυμάμαι ακόμη. Χαράχτηκαν στην καρδιά και στο μυαλό.
"Να ξέρεις ότι τα αρσενικά ντόπερμαν, δένονται τόσο πολύ με το αφεντικό τους, που όταν το χάσουν, προτιμούν να πεθάνουν."
Ορκίστηκα από τότε ότι αυτή η αυτοθυσία σου θα ήταν η δύναμή μου, απέναντι στους άλλους ανθρώπους στο να τους επιβάλλω την παρουσία σου στον χώρο μου, και γενικά στην ζωή μου.
Πήγαμε στο σπίτι, κι από εκείνη την άθλια ημέρα δεν χωρίσαμε ποτέ.
Μαζί στην θάλασσα, βόλτες στο βουνό με ψιλόβροχο, μόνο στον ύπνο χωρίζαμε, κι όταν πήγαινα στην δουλειά.
Κύλισαν τόσα χρόνια γεμάτα με όμορφες στιγμές, κι ειδικά όταν σου φόραγα ένα κόκκινο φουλάρι στον λαιμό, και το μαύρο τρίχωμά σου έλαμπε στο φως του ήλιου, κι εσύ καμάρωνες σαν γύφτικο σκεπάρνι, όποιος μας συναντούσε στον δρόμο σε θαύμαζε.
Ποτέ δεν μου κάκιωσες για κάτι.Ακόμη κι όταν σε μάλωνα που αρνιόσουν πεισματικά να σε κάνω μπάνιο, εσύ σαν μικρό κουταβάκι έβαζες τ`αυτιά σου πίσω, έσκυβες το κεφάλι, και περίμενες υπομονετικά να περάσει η μπόρα της τρέλας μου, κάτι ασυνήθιστο για ντόπερμαν.
Άφηνες να ξεθυμάνει ο θυμός μου, και δειλά-δειλά, ερχόσουν κοντά μου και μου έγλυφες τα χέρια, ζητώντας μου συγγνώμη με τον δικό σου τρόπο.
Πόσο πολύ σ`αγάπησα και σ`αγαπώ το ξέρεις, γι`αυτό κι οι μέρες σου είναι ειρηνικές και αντέχεις και δίνεις την μάχη σου με την αρρώστια σου και την αδυναμία στο πίσω ποδαράκι σου, παλικαρίσια.
Εγώ όμως είμαι εδώ δίπλα σου γλυκέ μου για να σε νοιάζομαι και να σε φροντίζω, με όλες μου τις δυνάμεις και την αγάπη μου.
Κοινοποίηση στο Facebook
Δεν ειχα ερθει μεχρι εδω εως τωρα...Ισως ενδομυχα να ζηλευα τον τιτλο,οχι το συντροφο σου,κουραγιο Σια,ηρθε η ωρα να αναπαυθει..Κρατα τον στην μνημη σου του αξιζει.Ασε ναναι το διαδυκτιο η φωλια για τον Πλουτο σου..Θα εισπραττει απο κει αιωνιως την αγαπη σου..
ΑπάντησηΔιαγραφήΌταν έρθει η στιγμή για να χύσεις τα δάκρυα, κάνε το.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜόλις τα δάκρυα στεγνώσουν, πρέπει να ζήσεις το υπόλοιπο της ζωής σου.
Δικα σου λογια κοριτσακι μου...
Με συγκίνησες, δεν ξέρεις πόσο.
ΑπάντησηΔιαγραφή