"Τη Ρωμιοσύνη να την κλαις."
Να την κλαις με μαύρο δάκρυ.
Εγραφα, την περασμένη εβδομάδα, για τους 300 της Βουλής και
τα χάλια τους.
Μήπως ήρθε η ώρα να ρίξουμε ένα βλέφαρο και στα δικά μας τα χάλια;
Μήπως η βάρκα κινδυνεύει να μπατάρει προς έναν λαϊκισμό που όλους μας εφησυχάζει και κανέναν δεν ταρακουνάει;
Όλα άρχισαν όταν αποφάσισα να κάνω την πολυπόθητη μετακόμιση.
Σαν το γεφύρι της Άρτας ένα πράγμα.
"Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γιοφύρι εθεμέλιωναν στης Λούτσας το ποτάμι. Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν".
Κι αφού τελείωσε η μετακόμιση ήρθε η ώρα του πολυπόθητου ιντερνετ. Αμέτρητα τηλέφωνα στην Hol. Κάθε μέρα μου ζήταγαν να τους στέλνω με φαξ ένα λογαριασμό από το καινούριο σπίτι, για να επιβεβαιώσουν την διεύθυνση.
Αυτό γινόταν επί 15 μέρες καθημερινά από 7 φορές την ημέρα. Και το σύστημά τους παραδόξως δεν το λάβαινε ΠΟΤΕ! Και με ταξιδιωτικό περιστέρι να το έστελνα πιο γρήγορα θα έφτανε. Στο τέλος η ξανθιά απόκτησε ψυχολογία μελαχροινής, τρελλάθηκε κι άρχισε να ουρλιάζει.
Κι αφού τελείωσε μετά από ένα μήνα η Hol, ήρθε η σειρά του ηλεκτρολόγου. Κι επειδή έχουμε τα γένια, τα χτένια τα μέσα και τα έξω, και λόγω αφραγκίας, ζήτησα την βοήθεια κάποιου γνωστού στον Δήμο.
Μια ωραία πρωία και μετά από αναβολή 10 ημερών, από σήμερα σε αύριο, επιτέλους με ειδοποίησαν ότι θα έρθουν κάποιοι ηλεκτρολόγοι, να βάλουν το καλώδιο "της τρελής".
Κατεβαίνοντας να πάω στην δουλειά μου, (έχω ειδοποιήσει μια γειτόνισσα να έχει τον νού της και να τους περιμένει), βλέπω να σκάει μύτη ένα φορτηγό με φαρδιά πλατιά γραμμένο το όνομα του Δήμου που ανήκω.
«Ρε μεγάλη ποιά είσαι; Για σένα ήρθε το 'θωρηκτό Αβέρωφ'; Για το καλώδιό σου μέσα;» μονολόγησα. Βλέπω τρείς να κατεβαίνουν και να κοιτάνε προς το σπίτι.
«Εμένα ψάχνετε;» τους λέω έτοιμη να κατουρηθώ από την χαρά μου. Τρείς για ένα καλώδιο!!! Δηλαδή άν ήθελα πιο πολλά καλώδια πόσοι θα ερχόντουσταν;
Τους αφήνω με την γειτόνισσα περιχαρής και φεύγω, σίγουρη ότι γυρίζοντας θα έχω ίντερνετ.
Γυρίζω το απόγευμα σπίτι και τι να δώ;
Η καταστροφή του Δράμαλη είχε επιτευχθεί επιτυχώς, έτσι όπως αρμόζει σε δημοσίους υπαλλήλους.
Είχαν σκάψει το σπίτι μου για να περάσουν το καλώδιο, είχαν τραβήξει όλα τα έπιπλα στην μέση, μπάζα παντού, ένα μπάχαλο εν ολίγοις, ΕΓΩ ΠΑΝΤΩΣ μια φορά ΙΝΤΕΡΝΕΤ ΔΕΝ ΕΙΧΑ.
Στο τέλος αναγκάστηκα να φωνάξω ένα φίλο μου Ουκρανό που ξέρει από αυτά και μου το έφτιαξε.
Θυμάμαι πως με κοίταξε περίλυπος με τα γαλάζια μάτια του, όταν έβγαλα να τον πληρώσω και μου είπε: « Δεν ήταν τίποτα. Ένα βύσμα έπρεπε να ενώσουν. Μην μου δίνεις λεφτά, δεν ήταν κάτι σοβαρό. Αλλά αλήθεια γιατί στην Ελλάδα λειτουργήτε τόσο ανεύθυνα;»
Έλα μου ντέ ΓΙΑΤΙ;
Γιατί ΚΑΠΟΤΕ ΗΜΑΣΤΑΝ ωραίος λαός... Κιμπάρης... Με μια ιστορία βαρβάτη από πίσω μας.
Από τους «αρχαίους ημών» στο Βυζάντιο...
Από τους Βαλκανικούς Πολέμους στους Ιταλούς.
Από το «ΑΕΡΑ» στο «ΟΧΙ» κατά των Γερμανών (κι ας πιστεύουν μερικοί ότι το είπε ο κοντόχοντρος δικτάτορας με τη ρομπ ντε σαμπρ).
Από τον εμφύλιο σπαραγμό στη χούντα και στο Πολυτεχνείο...
Κάποτε ήμασταν ωραίος λαός...
Κιμπάρης...
Και τα χρόνια πέρασαν...
Κι εμείς πήραμε τις «δάφνες του ένδοξου παρελθόντος» και τις μετατρέψαμε σε πουφ: σε ένα μαλακό κάθισμα που παίρνει τη φόρμα των οπισθίων μας.
Στρογγυλοκαθήσαμε πάνω του, αράξαμε χαλαρά πάνω στην ιστορία μας και νίψαμε τας χείρας μας.
Η Ελλάδα μετατράπηκε σε ένα τεράστιο καθιστικό.
Κλείσαμε την πόρτα και κατάπιαμε το κλειδί.
Κλειστήκαμε στους 4 τοίχους: εμείς να 'μαστε καλά, κι ο γείτονας ας πάει να πνιγεί.
Και δεν καταλάβαμε οι ηλίθιοι. Δεν συνειδητοποιήσαμε πως όταν πλημμυρίζει το σπίτι του γείτονα, τα νερά θα φτάσουν και στο δικό μας. Και τώρα φτάσανε.
Και πώς να την αντιμετωπίσεις την πλημμύρα; Όταν δεν έχεις μάθει να δουλεύεις και τα θέλεις όλα έτοιμα; Με το κόκκινο κουβαδάκι του εγγονού μου που παίζει στην παραλία;
Φταίμε ΚΑΙ εμείς.
Φταίμε γιατί βολευτήκαμε.
Φταίμε γιατί αντικαταστήσαμε τα ιδεώδη με τα τζιπ 4Χ4.
Φταίμε γιατί δεν χάνουμε τη βολή μας, δεν βγαίνουμε απ΄ τον δρόμο μας, δεν απλώνουμε το χέρι, δεν στηρίζουμε τον φίλο, δεν βοηθάμε τον διπλανό.
(Και μετά απορούμε γιατί ο διπλανός δεν βοηθάει εμάς.)
Φταίμε ΚΑΙ εμείς. Εμείς που μάθαμε -και μας μάθανε- στο ρουσφέτι. "Διόρισέ με να σε ψηφίσω". "Δώσε μου να σου δώσω". Χέρι με χέρι. Γιατί τι άλλο να κάνω; Πώς αλλιώς να αμυνθώ;
Οταν το παιδί του διπλανού μου τρύπωσε στο Δημόσιο από την πίσω πόρτα, εγώ ως πότε θα χτυπάω σαν μαλάκας το κουδούνι της εισόδου;
Κι έτσι δεν ψηφίζω αυτό που πρέπει.
Ψηφίζω αυτόν που με συμφέρει.
Συναλλαγή.
Συνδιαλλαγή.
Και μετά αναρωτιέμαι γιατί πάω κατά διαόλου...
ΕΝΑΣ ΒΟΛΕΜΕΝΟΣ λαός είναι ένας ηττημένος λαός...
Βράδιασε και δεν βλέπουμε ούτε τη μύτη μας...
Νύχτωσε και δεν βλέπουμε ούτε την κληρονομιά μας...
για χρόνια μιλάω για το κοινό καλό. Άγνωστη έννοια μέχρι που άρχισα να τη χρησιμοποιώ καθημερινά στη σελίδα μου. Σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα έχει να κάνει με παγιωμένες νοοτροπίες κι αν καταφέρουμε να τις αλλάξουμε εν καιρώ, τότε το μέλλον μας ανήκει :[
ΑπάντησηΔιαγραφήΠράγματι, μόνο αν, ο καθένας από εμάς, προσπαθήσει να συνεισφέρει θετικά μέσα από τον προσωπικό του μετερίζι, έστω και λίγο, αν κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε, χωρίς γκρίνια και αυτολύπηση, αν κοιτάξουμε μπροστά και θετικά, τότε μπορεί να βγούμε από το τέλμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο κακό είναι ότι η πίεση είναι τόσο ισχυρή που χρειάζεται αντίσταση.
Τα μηνύματα, καθημερινά, είναι τόσο αρνητικά που χρειάζεται αγώνας.
Αυτός ο χώρος συντελεί σε αυτό, μια και μας δίνει βήμα έκφρασης...
Ξανθιά μου, τα είπες ΟΛΑ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτις τελευταίες γραμμές σκιαγραφείς την εικόνα μας...
Είθε να αλλάξει.... κάποτε...
@ yannidakis
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχεις δίκιο! Αλλά πιστεύω ότι θα καταφέρουμε να τις αλλάξουμε με επιμονή και υπομονή και αν προσπαθούμε να συνεχίσουμε να προσπαθούμε, ο καθένας μέσα από τον χώρο του, να το καλλιεργούμε.
@ Idea Studio
ΑπάντησηΔιαγραφήΠράγματι, ευτυχώς που έχουμε και αυτόν τον χώρο και μπορούμε να εκφραζόμαστε, ανάλογα με τις καταστάσεις και στις συνθήκες!
@ Γιαγιά Αντιγόνη
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή μου!
Αυτό εύχομαι και εγώ!
Σε ευχαριστώ πολύ που πέρασες!