« Εμείς στο σπίτι, λόγω περιορισμού εισοδημάτων, σκεφθήκαμε το εξής:
Αγοράζουμε την αγαπημένη μας εφημερίδα κάθε Κυριακή και τη μοιραζόμαστε αναμεταξύ μας
καθ΄ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας. Την Κυριακή τη διαβάζω πρώτη εγώ ως δημοσιογράφος. Την ίδια ημέρα διαβάζει τα περιοδικά και τα ένθετα ο σύντροφός μου.
Τη Δευτέρα παίρνω την εφημερίδα στη δουλειά και τη διαβάζουν δύο συνάδελφοί μου. Τη μισή ο ένας, την υπόλοιπη ο άλλος.
Την Τρίτη μου την επιστρέφουν και τη μισή τη δίνω στην κουμπάρα μου, την υπόλοιπη στην κουνιάδα μου.
Τετάρτη πρωί (και αφού την έχουν διαβάσει εναλλάξ) μου την αφήνουν έξω από την πόρτα. Την παίρνω μαζί μου και στην επιστροφή από τη δουλειά την αφήνω στον κυρ Γιώργο που με τη σειρά του τη δίνει στον κυρ Θανάση και τη γυναίκα του.
Την Πέμπτη το πρωί την ξαναπαίρνω και την πηγαίνω στην κυρία Τασία που περιμένει πώς και πώς να διαβάσει Πρετεντέρη γιατί είναι φαν του. Το απόγευμα η κυρία Τασία τη δίνει στην κυρία Μαρία που μένει δίπλα και που της αρέσουν τα οικονομικά,γιατί απορία το έχει πώς τόσοι σοφοί άνθρωποι χρεοκοπήσανε τη χώρα. Διαβάζει για να μάθει.
Την Παρασκευή το πρωί με το καλό, η εφημερίδα εγκαταλείπει τη Σαντορίνη και μπαρκάρει για Αθήνα. Στον Πειραιά, την παραλαμβάνει με συγκίνηση ο πατέρας μου και τη μεταφέρει στην πλατεία Αμερικής για να τη διαβάσει με την ησυχία του μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια. “Για τον βασιλιά γράφει τίποτα;”, ρωτά με αγωνία η γιαγιά (90 πατημένα). “Ποιον βασιλιά, ρε γιαγιά. Πλάκα μάς κάνεις; Εδώ έχουμε κατοχή...”, οικονομική ήθελε να πει, αλλά δεν πρόλαβε ο γαμπρός της γιαγιάς γιατί εκείνη άρχισε να φωνάζει “Κάτω η Γερμανία”.
Περί το απόγευμα της ίδιας ημέρας η εφημερίδα κατεβαίνει κάτω, σε ένα πολύτεκνο ζευγάρι από την Κένυα που, αν και έχουν δορυφορική κεραία για να μαθαίνουν τα νέα της χώρας τους, δείχνουν ενδιαφέρον και για τα νέα της Ελλάδας, ειδικά από τότε που πήρανε κι αυτοί χαμπάρι σε τι σόι χώρα... αφρικάνικη μετακομίσανε. Η εφημερίδα στους γείτονες αλλοδαπούς φαίνεται χρήσιμη και για άλλες χρήσεις μιας και τυλίγουν σε αυτήν διάφορα μικροαντικείμενα που πουλάνε στις λαϊκές αγορές.
Εν συνεχεία, Σαββάτο πρωί, η εφημερίδα, ό,τι έχει απομείνει από τους αλλοδαπούς δηλαδή, (αλλά ποτέ το ένθετο για την Τέχνη!) περνάει από τον τσαγκάρη της γειτονιάς που ορισμένοι τον λένε και φιλόσοφο, ο οποίος αφού διαβάσει ό,τι είναι να διαβάσει την πετάει στον κάδο για την ανακύκλωση του χαρτιού. Με τη μέθοδο αυτή τής χέρι με χέρι ανακύκλωσης έχουμε κάνει οικονομία τουλάχιστον 28 ευρώ».
Ξέχασες να συμπληρώσεις φιλενάδα ότι μετά από το οδοιπορικό της καταλήγει πάνα για να κατουράει η Νεφέλη. Αν προσθέσεις στα 28 ευρώ και τα 6 ευρώ που κάνουν οι πάνες σύνολο 34 ευρώ. Μα τι οικονόμες γυναίκες είμαστε εμείς. Πάω να ζητήσω να με προσλάβει ο Παπακωσταντίνου.
ΑπάντησηΔιαγραφήπολυ γλαφυρη και γλυκια εξιστορηση που μου φυμιζει τα πρωτα παιδικα μου χρονια.....αρχιζουμε να νοσταλγουμε φτωχικα χρονια......
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπίσης μπορεί να πάει στον ψαρά να τυλίξει ψάρια! Όλα θα τα κάνουμε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ πλάκα πάντως!
Καλό αύριο καλέ!
@ Theodosia
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλά η οικονομία μας είναι απαράμιλλη!!
Αυτό να λέγεται!
@ Ανώνυμος
ΑπάντησηΔιαγραφήΠράγματι...
φτάσαμε να νοσταλγούμε τα φτωχικά χρόνια!
Πάμε προς τα πίσω ή μου φαίνεται;
@ sofia
ΑπάντησηΔιαγραφήΆντε να δούμε τι άλλο θα κάνουμε!!
Πάντως σαν λαό μας διακατέχει έντονη η εφευρετικότατα...ας την επιδείξουμε και στην οικονομία!