Σάββατο πρωί και σαν ξανθιά που είμαι, σκέφτηκα να πάω σ`ένα πολυκατάστημα με προσφορές να πάρω ένα δώρο, μια κι εγώ της προσφοράς έχω καταντήσει.
"Πάρτε κόσμε ένα τάλιρο" το καινούριο σύνθημά μου, μήπως και ξεπουλήσω λίγο από το ελαττωματικό απόθεμα της τρέλας που κουβαλάω στο κεφάλι μου.
Θα μου πείτε δεν είχε άλλη μέρα;
Όοοοοχι. Γιατί άμα είσαι άνθρωπος της ταλαιπωρίας μόνο έτσι το φχαριστιέσαι.
Να πας για ένα μπλουζάκι και να βγεις στραπατσαρισμένη από το στρίμωγμα σαν να πέρασε από πάνω σου οδοστρωτήρας.
Μπαίνω μέσα και παθαίνω εγκεφαλικό.
Παρατηρούσα τα μιλιούνια να πηγαινοέρχονται.
Να χαζεύουν βιτρίνες.
Να δείχνουν ο ένας στον άλλον τσαντούλες, μπουφάν και γόβες, δωδεκάποντες.
Που πας μαρή ΚΑΡΑΜΗΤΡΑΙΝΑ με το δωδεκάποντο που είσαι σαν στραβοχυμένος λουκουμάς;
Να σχολιάζουν αν θα τους χτυπήσει στη φτέρνα.
Να διαφωνούν για το χρώμα.
Να κάνουν το εμπόρευμα φύλλο και φτερό.
Και μετά να φεύγουν.
Χωρίς να έχουν ψωνίσει τίποτα.
Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν κι άντε ο ένας στους δέκα να κρατούσε μια σακουλίτσα τόση δα, με κάνα κλάμερ για τα μαλλιά.
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΓΕΛΑΣΤΟΙ,
σφιγμένα χείλη, ένταση στα μάτια!
Γλώσσα του σώματος που ουρλιάζει "ΒΟΗΘΕΙΑ" και δεν το ξέρει.
Άντρες αμίλητοι, γυναίκες μουτρωμένες.
Ζευγάρια να καβγαδίζουν του σκοτωμού για το απολύτως τίποτα.
"Να πάρουμε και μια μπλούζα για την μαμά", δίπλα μου λέει η γυναίκα στον άντρα.
"Την πιο φτηνή" έρχεται κοφτή η απάντηση του πολλά βαρύ και όχι.
Μανάδες σε υστερία να σέρνουν μωρά που πλαντάζουν από το κλάμα.
Τα παιδιά να τραβάνε ότι συναντούσαν στον δρόμο τους και πωλήτριες να τρέχουν πανικόβλητες να διορθώσουν την καταστροφή των μικρών Τζένγκις Χαν.
Ένας να ουρλιάζει στο κινητό μόνος του.
Πουθενά χαμόγελα, πουθενά χαρά, πουθενά σακούλες και πακέτα.
Γκρίνια, μίρλα, τσίτα κι ένα νευρικό σύστημα εκτοξευμένο στη στρατόσφαιρα.
Βγήκαν απ΄ το σπίτι τους μόνο και μόνο για να βγουν.
Πήγαν στο εμπορικό μόνο και μόνο για να πάνε.
Μόνο και μόνο για να πουν ότι κάτι έκαναν, ότι κάπως κορόιδεψαν την καθημερινότητά τους, ότι κάπως ξεφύγανε από τη ρουτίνα.
Αλλά άμα δεν έχεις φύλλο, η τσόχα δεν σε θέλει.
Κι εμείς σαν λαός φύλλο δεν έχουμε.
Μη σου πω δεν έχουμε και τσόχα!
Και πάμε... Κι ερχόμαστε...
Σε έναν εορταστικό, καταστόλιστο τεράστιο χώρο!
Που- αν ξέρεις να τον ακούσεις, αν μπορείς να τον αφουγκραστείς-
θα διαπιστώσεις πως έχει κι αυτός τη δική του φωνή.
Και σε όσους διαθέτουν αυξημένη την αίσθηση της ακοής- μας ψιθυρίζει επίμονα:
"Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω!"
Πολύ σκληρό αλλά τόσο αληθινό το κείμενό σου.Βγήκαμε σήμερα να πάρουμε την κούνια του μπέμπη και γινόταν στα Τζάμπο της ΠΟΥΤΑΝΑΣ. Ο κόσμος κρατούσε μεν σακούλες αλλά ήταν όλοι σε κατάσταση υστερίας, ούτε θέση δεν είχε στο πάρκινγκ.Αναγκαστήκαμε να κάνουμε ένα κύκλο και να φύγουμε.Δράμα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ σκληρό αλλά τόσο αληθινό το κείμενό σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο Θεοδοσία για την αλήθεια που δεν έκρυψες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι ας είναι "τέτοιες" μέρες... δηλαδή ποιες μέρες;
"Οι μέρες της αφθονίας μας ήταν μετρημένες".
Καλησπέρα
Οι μάσκες έπεσαν και το θέαμα απογοητεύει. Ήρθαν και οι γιορτές και το πράγμα χειροτέρεψε!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάρα πολύ καλό!
φιλιά φιλενάδα!
@ Μάγισσα Κίρκη
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ αλήθεια συνήθως είναι πικρή...
Αλλά πρέπει να λέγεται!
Καλά που με καταλαβαίνεις!!
@ IonnKorr
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυστυχώς, ναι!!
@ Βάσσια
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυστυχώς ζούμε σε καιρούς σφυχτούς...
πρέπει να τροποποιήσουμε την ζωή μας!
@ Idea Studio
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυστυχώς, όταν πέφτουν οι μάσκες το έκτρωμα είναι τραγικό.
Να είσαι καλά!